ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΤΟ 2013!
ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ
ΝΑ ΜΑΧΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ
«Τα μάτια της Ψυχής μου»
Χρονιάρες μέρες
όπως τις βλέπει
ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Ηγέτες διαχρονικοί στα Ελληνικά Γράμματα ΔΕΝ είναι λίγοι.
Είναι πολλοί.
ΠΡΩΤΟΙ ΜΕΤΑΞΥ ΙΣΩΝ.
Ολόχρυση λίστα. Ποιόν να πρωτοπείς;
Σολωμός, Ελύτης, Καβάφης, Κάλβος, Σεφέρης, Καρκαβίτσας, Παπαδιαμάντης, Παλαμάς, Ρίτσος, Βάρναλης, Καζαντζάκης, Καραγάτσης, Θεοτόκης.
Όποιον ξέχασα από την κορυφογραμμή της διανόησης…
Δηλώνω ασυγχώρητος.
Διάλεξα, λόγων γιορτών, χειρόγραφα από δύο Μεγάλες του Γένους Σχολές.
Δύο Εθνάρχες της Ελληνικής Γλώσσας.
Κωστής Παλαμάς – Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ο Κωστής Παλαμάς επέβαλλε τη λάμψη της λαϊκής γλώσσας. Τον απίστευτο πλούτο της.
Έγραψε, αθάνατα αριστουργήματα.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης κράτησε όρθια –σε εποχές τυφλού μίσους- την πατριαρχική μας παράδοση. Την Εθνική μας Γλώσσα!
Την πάμπλουτη –ευγενέστατη- μη ακραία Καθαρεύουσα.
Που γεννήθηκε και προέρχεται –αρέσει, δεν αρέσει- από τη μαγεία του αρχαίου πανστέρεου Συντακτικού της.
Και από την αρμονία λέξεων και συνθέσεων από τα διάσημα αρχαία συγγράμματα γιγάντων του Πνεύματος.
Πιστεύω ότι δεν συγχωρείται η απίστευτη παράλειψη δεκαετιών από το κράτος να μην διδάσκεται η πεντακάθαρη καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη σε όλα τα Ελληνόπουλα.
Ο Κωστής Παλαμάς στο δεύτερο μέρος του ποιήματος με τίτλο «Χριστούγεννα» καταφέρνει και συνδυάζει τη μεγάλη αυτή γιορτή με τις παραδόσεις του λαού μας και τα έθιμα της χριστιανικής οικογένειας.
Πόση οικογενειακή θαλπωρή δε σκορπίζουν σε μικρούς και μεγάλους οι στίχοι:
«Αχ! αχ!, Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι
που ταίρι ταίρ’ η όρεξη με την αγάπη παίζει!
Τα ποτηράκια ηχούν γλυκά, λαμποκοπούν τα πιάτα,
Γύρω φαιδρά γεράματα και προκομμένα νιάτα!»
Επανέρχεται στο ίδιο ποίημα με στίχους πνευματικότερους. Θέλει με ταπείνωση να πλησιάσει το θείο Βρέφος και να νιώσει το λυτρωτικό μήνυμα που εκπορεύεται από την ταπεινή φάτνη. Πλησιάζει νοερά και αντικρίζει τον νεογέννητο Χριστό και με ταπείνωση και συντριβή δέεται με την αγνότητα μικρού παιδιού:
«Νάμουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιξ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!
Να δω την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του
να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ σα διαμαντάκι,
κι από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι,
να μοσχοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ιδώ την Αειπάρθενο, να ιδώ το πρόσωπό της,
πως εκοκκίνισε, καθώς πρωτόειδε το μικρό της,
όταν λευκό, πανεύοσμο το προσωπάκι εκείνο
της θύμισ’ έτσι άθελα του Γαβριήλ τον κρίνο…».
Τέτοια λόγια σάλπισε η φωνή του ποιητή ‘κείνη την καλή του ώρα που συνταίριαζε μες την αγνή ψυχή του ένα από τα μελωδικότερα τραγούδια του. Απλό και πολύ ποτισμένο με στοχαστική χαρά και υπεράνθρωπη γαλήνη.
Τα πνευματικά ερεθίσματα από τη θεία μορφή του νεογέννητου Βρέφους είναι έντονα και χαράζονται βαθιά μέσα του. Τόσο που τον επηρεάζουν και στον ύπνο του. Βλέπει όνειρο που το διηγείται στη συλλογή του: «Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου». σχετικό κομμάτι:
«Στο πατρικό το εικονοστάσι το σκοτεινό βρέθηκ’ αγνάντια.Ανάμεσα στις εικόνες μια Παναγιά σαν αλυσοδεμένη μέσα στο γαλάζιο της μανδύα, μα πάντα στην όψη της κρατώντας μιαν αυστηρή προσήλωση σε κάτι υπερκόσμιο. Στην αγκαλιά της το Θεάνθρωπο Βρέφος.
Έξαφνα το Θεάνθρωπο Βρέφος σάλεψε σα να ήθελε να λυτρωθή από την αγκαλιά της Μητέρας του και νάβγη από τη φυλακή της εικόνας. Άπλωσε προς εμένα τα χεράκια του, μου χαμογέλασε και τα χεράκια του τα κράτησε αποπάνω μου, σα να ήθελε να μ’ ευλογήση, σα νάθελε να παίξη μαζί μου, με σάλεμα, μαζί περίχαρο και μυστικό και υπέρτατο, σαν παιδιού και σα Θεού.
Κ’ ένα μυστικό ψιθύρισμα χάϊδεψε τ’ αυτιά μου:
-Πιστεύεις;
Κ’ εγώ αισθάνθηκα πρωτάκουστη συγκίνηση και λύγισα τα γόνατά μου για να προσπέσω στα πόδια του. Αλλά κρατήθηκ’ αμέσως από κάποιο άλλο αίσθημα αμφιβολίας και περηφάνειας και του αποκρίθηκα:
-Πιστεύω πως ονειρεύομαι. Μακάρι να είταν αλήθεια. Όνειρο ωραιότερο δεν ξανάειδα, ούτε θα ξαναϊδώ. Ξέρω πως κοιμάμαι και πως θα φύγη τόνειρο.