«ΤΖΕΝΤΛΕΜΑΝ
ΤΙΜΩΡΟΣ»…

Σάββατο, 27 Μαΐου, 2017

 

 

Διαφορετικός 007 ο Ρότζερ Μουρ
-Έσωζε τον κόσμο
με την αρχοντιά που άναβε τσιγάρο

 

 

«Δεν είμαστε είδωλα, ήρωες, θρύλοι.

Είμαστε άνθρωποι. Απλώς, ΠΟΛΥ ΤΥΧΕΡΟΙ.

Γιατί, κάνουμε τη δουλειά που μας αρέσει και μας χαρίζει διασημότητα και πλούτο».

 

Δήλωση-βόμβα, από ποιόν;

Τον Πολ Νιούμαν. Αδιαμφισβήτητα, από τις ισχυρότερες προσωπικότητες του Χόλιγουντ.

 

«Στην αρχή της καριέρας μου, μου είπαν ότι χρειάζεσαι για να πετύχεις ταλέντο, προσωπικότητα και τύχη.

Διαφωνώ, με αυτό.

 

Για μένα το 99% είναι τύχη».

Δήλωση-βόμβα, από ποιόν;

Τον Ρότζερ Μουρ. Τον διάσημο Τζέιμς Μποντ –τον πράκτορα 007- με άδεια να σκοτώνει…

 

Και οι δύο τους, προσγειωμένοι.

Η θυελλώδης διασημότητα δεν τους άγγιξε.

 

Έμειναν, ακέραιοι. Αδιασάλευτοι από δόξα και χρήμα.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ.

 

 

Το τεράστιο αποτύπωμα επιτυχίας που άφησε ο Ρότζερ Μουρ δεν θα σβήσει ποτέ.

Θα βγαίνει αθάνατος στις οθόνες. Μικρές και μεγάλες.

 

Πότε σαν «Άγιος» Σάιμον Τέμπλαρ και συχνότερα σαν εκτελεστής πράκτορας 007 που έσωζε τη δωδεκάτη ώρα τον κόσμο.

 

Είχε πει στον “Guardian” το 2014:

«Με αποκαλούν συχνά, κύριο Μποντ. Και δεν με πειράζει καθόλου».

 

Όταν είσαι αυθεντικός- και όχι κομπλεξικός- έτσι απαντάς.

Ντόμπρα. Δεν φοβάσαι την ειλικρίνεια.

 

Γύρισε 50 ταινίες. Στις 7 σαν Τζέιμς Μποντ σε διάστημα 12 ετών.

 

«Δεν με ενοχλεί να είμαι αιώνια γνωστός σαν 007»

 

Μας αποχαιρέτησε όλους εμάς σε ηλικία 89 ετών.

Δεν αποχαιρέτησε τις οθόνες.

Σε αυτές δεν θα πει ποτέ «καληνύχτα».

 

Γεννημένος στο νότιο Λονδίνο στις 14 Οκτωβρίου 1927, ο Ρότζερ Μουρ ήταν ανάμεσα στα χιλιάδες παιδιά που εγκατέλειψαν την πόλη στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στα μέσα της δεκαετίας του ’40 υπηρέτησε για ένα διάστημα ως αξιωματικός στη Δυτική Γερμανία.

 

Φοίτησε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, όπου γνώρισε τη Λόις Μάξγουελ, την «αυθεντική» «Μις Μάνιπενι», όμως προτίμησε να εγκαταλείψει τις σπουδές του για να αναζητήσει δουλειά ως ηθοποιός.

 

Με «όπλο» την καλή του εμφάνιση, έκανε τα πρώτα του βήματα ως μοντέλο σε διαφημίσεις, ενώ το 1954 υπέγραψε επταετές συμβόλαιο με την MGM και λίγο αργότερα με τη Warner Bros, όμως οι ταινίες που γύρισε αυτή την περίοδο δεν σημείωσαν ιδιαίτερη επιτυχία.

 

Κατάφερε τελικά να κερδίσει το κοινό χάρη στους ρόλους του στη μικρή οθόνη, όπου υποδύθηκε μεταξύ άλλων τον Ιβανόη, τον Μπο Μάβερικ στη σειρά «Μάβερικ» και τον εκατομμυριούχο πλέιμποϊ στο πλευρό του Τόνι Κέρτις, στο «The Persuaders!».

 

Το 1972, του πρότειναν να διαδεχθεί τον Σον Κόνερι ως Τζέιμς Μποντ, κάτι που έκανε με εντελώς δικό του τρόπο, καθιερώνοντας την εικόνα του γοητευτικού, γεμάτου στυλ και χιούμορ πράκτορα, με αδυναμία στα μαρτίνι και στις γυναίκες.

 

Αυτές, άλλωστε, ήταν και οι δικές του αδυναμίες: παντρεύτηκε τέσσερις φορές και είχε δεκάδες άλλες «περιπέτειες», ενώ μόνο στο τέλος της ζωής του είχε αρχίσει να απολαμβάνει πραγματικά τη γαλήνη της συζυγικής ζωής. Το 2014, παραδέχτηκε ότι η διάγνωσή του με διαβήτη είχε βάλει οριστικό τέλος στα μαρτίνι.

 

Μετά το «Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν» (1973) ακολούθησαν άλλα έξι φιλμ με ήρωα τον Μποντ, μεταξύ των οποίων το γυρισμένο εν μέρει στην Κέρκυρα «Για τα μάτια σου μόνο» (1981). Οταν αποφάσισε να αποσυρθεί από τον ρόλο, ήταν πλέον 58 ετών.

 

Συνέχισε, πάντως, να παρακολουθεί με ενδιαφέρον τους «διαδόχους» του και δήλωνε θαυμαστής του Ντάνιελ Κρεγκ. «Κατάφερε να συμπυκνώσει περισσότερη δράση στα πρώτα επτά λεπτά απ’ ό,τι πέτυχα εγώ σε επτά χρόνια», αστειευόταν σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Metro.

 

Aπό τα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο σερ Ρότζερ μοίραζε τον χρόνο του ανάμεσα στο Μόντε Κάρλο, την Ελβετία και τη Νότια Γαλλία, προκειμένου να αποφύγει τη βρετανική φορολόγηση.