ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΤΟ 2013!
ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ
ΝΑ ΜΑΧΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ
Η ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΑΛΛΑΞΕ
Ο ΚΟΣΜΟΣ!
Η Γέννηση, η Σταύρωση, η Ανάσταση
Του Θεανθρώπου
για καλύτερο Άνθρωπο
Το Υπέρκοσμο Θαύμα μπήκε σε τροχιά Γης.
Συνοδηγός του, το υπέρλαμπρο Άστρο της Βηθλεέμ.
Οι άνωθεν εντολές συντελούνται.
Η ταπεινή Φάτνη αλλάζει τον κόσμο.
Το Χαμογελαστό Μωράκι – Ο Υιός του Θεού- ήρθε Άνθρωπος…
ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ!
Του χάρισε, από την πρώτη στιγμή Φως στο σκοτάδι του.
Υπερφυσικά γεγονότα, που ανάγκασαν την παγκόσμια Ιστορία μόνο αυτά να ακολουθεί.
Και να τα χρονομετρεί πάντα, με το προ Χριστού και μετά Χριστού.
Εν συντομία τα πασίγνωστα, π.Χ. και μ.Χ.
Το αιώνιο τικ-τακ του ιστορικού χρόνου.
Η αιώνια μέτρηση του ανθρώπου.
Το Λαμπρογέννητο Μωράκι του χάρισε τα τρία θαύματα από εκείνη τη στιγμή:
Πρώτα, Γέννηση.
Και μετά, Σταύρωση-Ανάσταση.
Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ!
25η Δεκεμβρίου.
Οι Χριστιανοί, όπου Γης, γιορτάζουν τη Γέννηση του Θεανθρώπου.
Υμνούν, το Θαύμα της Γέννησης.
Προσκυνούν, το Θείο Βρέφος.
Τον Χριστό της Αγάπης.
Τον Θεάνθρωπο της Ταπεινότητας.
Η Βυζαντινή υμνογραφία των εορτών των Χριστουγέννων χαρακτηρίζεται όχι μόνο πλούσια και πανηγυρική αλλά έχει και μεγάλη ποιητική αξία. Οι καταβασίες, τα μεγαλυνάρια, τα στιχηρά ιδιόμελα, τα κοντάκια των ύμνων, οι κανόνες εκφράζουν αισθήματα δέους και θάμβους, κατάνυξης και ευλάβειας. Οι μεγάλοι υμνογράφοι στους ύμνους τους συμπυκνώνουν σε απαράμιλλους στίχους όλη τη θεολογία της Εκκλησίας.
Ο Ρωμανός ο Μελωδός ή ο Υμνογράφος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους υμνογράφους της Ελληνικής γλώσσας, ονομαζόμενος και «ο Πίνδαρος της ρυθμικής ποίησης». Άνθισε κατά τον 6ο αιώνα, ο οποίος θεωρείται ο «Χρυσός Αιώνας» της Βυζαντινής υμνογραφίας. Ο Ρωμανός είναι ένα από τα πολλά πρόσωπα στα οποία έχει αποδοθεί η σύνθεση του Ακάθιστου Ύμνου.
Ο Ύμνος για την Γέννηση εξακολουθεί να θεωρείται το αριστούργημά του, και μέχρι τον 12ο αιώνα ψέλνονταν κάθε χρόνο στην αυτοκρατορική γιορτή για τα Χριστούγεννα από κοινή χορωδία της Αγίας Σοφίας και των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη.
Ἡ παρθένος σήμερον * τὸν ὑπερούσιον τίκτει,
καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον * τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει·
ἄγγελοι μετὰ ποιμένων * δοξολογοῦσι,
μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος * ὁδοιποροῦσι·
δι᾿ ἡμᾶς γὰρ * ἐγεννήθη
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
Ἡ γέννησίς σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν,
ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως·
ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες,
ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο,
σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης,
καὶ σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν·
Κύριε, δόξα σοι.
Η ακριβής χρονολόγηση της ζωής του Ιησού είναι αδύνατη αφού οι υπάρχουσες μαρτυρίες που προέρχονται από την Καινή Διαθήκη χαρακτηρίζονται από χρονολογική ασάφεια και επίσης το αφετηριακό 1 μ.Χ. δεν εναρμονίζεται επακριβώς με τα γενικότερα ιστορικά δεδομένα των χρόνων εκείνων.
Η γέννηση του Ιησού τοποθετείται γύρω στο 7 ή 6 π.Χ. ή μεταξύ του 4 ως 1 π.Χ. Αυτό συμβαίνει καθώς το σημερινό ημερολόγιο, στηρίζεται βασικά στους υπολογισμούς του μοναχού και αστρονόμου Διονυσίου του Μικρού, που κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. καθόρισε με τα δεδομένα που είχε τότε, το έτος 754 από κτίσεως Ρώμης ως το χρόνο της γέννησης του Ιησού, αντί του έτους 747 όπως θα έπρεπε με τα σημερινά δεδομένα.
Αυτό σημαίνει πως, αν σήμερα ήταν δυνατό να γίνει επανακαθορισμός του παγκόσμιου ημερολογίου, η αρχή του χριστιανικού ημερολογίου θα βρισκόταν επτά περίπου χρόνια νωρίτερα.
Τη στιγμή αυτή, συμβαίνει το παράδοξο να θεωρούμε ότι εξαιτίας των λανθασμένων υπολογισμών, η γέννηση του Ιησού να τοποθετείται σε χρόνια προ Χριστού.
Πέρα από αυτό, τα λίγα στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη κατά προσέγγιση χρονολόγηση της γέννησης του Ιησού, προέρχονται κυρίως από το Ευαγγέλιο του Λουκά και του Ματθαίου και αφορούν:
- Τη γέννηση του Ιησού επί αυτοκράτορα Αυγούστου (Λουκ. 2,1), του οποίου η βασιλεία διήρκεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.)
- Τη γέννηση του Ιησού «εν ταις ημέραις Ηρώδου βασιλέως της Ιουδαίας» (Λουκ. 1,5), του οποίου επίσης η βασιλεία στην Ιουδαία ήταν από τις μακρότερες χρονικά (37-4 π.Χ.).
- Στις περιγραφές για το άστρο της Βηθλεέμ (Ματθ. 2,2)
- Στα γεγονότα της «πρώτης» απογραφής, η οποία «εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου» (Λουκ. 2,2) (12-8 π.Χ. ή 8-6 π.Χ.)
Το πιο γνωστό σημείο στην προσπάθεια προσέγγισης χρονολογικά της γέννησης του Ιησού, είναι ο θάνατος του Ηρώδη του Μεγάλου. Μπορεί να ειπωθεί με σχετική ακρίβεια ότι ο Ηρώδης πέθανε κατά το έτος 750 «από κτίσεως Ρώμης» (4 π.Χ.) ή λίγο πριν και στη συνέχεια κηρύχθηκε πένθος μιας εβδομάδας.
Εφ’ όσον ο Ιησούς, γεννήθηκε «εν ημέραις Ηρωδου του βασιλέως», πρέπει να γεννήθηκε σίγουρα πριν από το 750 «από κτίσεως Ρώμης» (4 π.Χ.) κατά το οποίο πέθανε ο Ηρώδης.
Αλλά το πρόβλημα είναι, πόσο πριν.
Λαμβάνοντες υπ’ όψη τη διαταγή του Ηρώδη να φονευθούν τα νήπια στη Βηθλεέμ «από διετούς και κατωτέρω», υπολογίζεται ότι ο Ιησούς μπορεί να γεννήθηκε έως και δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του Ηρώδη.
Δηλαδή οι υπολογισμοί φτάνουν στο 6 π.Χ. υποθέτοντας ότι ο Ηρώδης θα επιμήκυνε τον σχετικό χρόνο για να είναι βέβαιος ότι μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα θα είχε οπωσδήποτε γεννηθεί ο μελλοντικός βασιλιάς των Ιουδαίων.
Εξάλλου κατά την ευαγγελική ρήση, αφού ο Ηρώδης κάλεσε τους Μάγους, τους έστειλε στη Βηθλεέμ, όπου συνάντησαν πλέον τον Ιησού ως «παιδίον» και όχι ως βρέφος.
Συνεπώς, οι σχετικοί αυτοί υπολογισμοί οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Ιησούς μάλλον θα γεννήθηκε σε χρονικό διάστημα δύο τουλάχιστο χρόνια πριν το θάνατο του Ηρώδη, δηλαδή περίπου το έτος 747 ή 748 «από κτίσεως Ρώμης» (7 ή 6 π.Χ.).
Το άστρο της Βηθλεέμ, αν τελικά αφορούσε κάποιο αστρονομικό φαινόμενο, οδηγεί και πάλι στο έτος 747 από κτίσεως Ρώμης ή 7 π.Χ., αφού κατά τον Κέπλερ και άλλους αστρονόμους υπήρξε πράγματι τότε ένα παρόμοιο ουράνιο φαινόμενο που προκαλείται κατά τη συνάντηση των τριών πλανητών, του Κρόνου, του Δία και της Αφροδίτης.
Στο φαινόμενο αυτό, μετά παρέλευση δύο ή τριών μηνών, ο Δίας δύει ή εξέρχεται από την τροχιά. Τότε παρατηρείται και πάλι το ίδιο έντονο φωτεινό φαινόμενο που παρουσιάζεται στην αρχή, σαν να εμφανίζεται εκ νέου.
Το γεγονός αυτό ταιριάζει με την παρατήρηση του Ματθαίου ότι οι Μάγοι πορευόμενοι προς τη Βηθλεέμ, «είδον» τον «αστέρα» και «εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα», προσθέτοντας ότι το «αστέρι» αυτό ήταν ίδιο με εκείνο «ον είδον εν τη Ανατολή» (Ματθ. 2,9-10).
Καθώς ένα ταξίδι από τη Μεσοποταμία στην Παλαιστίνη με τα μέσα της εποχής απαιτούσε δύο ή τρεις μήνες, η χρονική αυτή απόσταση ταιριάζει με την αντίστοιχη φυσική κίνηση του πλανήτη Δία και τη διπλή εμφάνιση του κατά την είσοδο και έξοδο από την τροχιά συνάντησης με τους άλλους δύο πλανήτες.
Μετά την αποκάλυψη που είχε ο Ιωσήφ για τα συμβαίνοντα στην Μαρία, πέρασαν οι υπόλοιποι μήνες της αναμονής μέχρι το χρόνο του τοκετού. Τότε, «εγένετο εν ταις ημέραις εκείναις και εξήλθεν δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην» (Λουκ. 2,1).
Από την ιστορία γνωρίζουμε, ότι ο αυτοκράτορας Αύγουστος είχε διατάξει και άλλοτε τέτοιες γενικής φύσεως απογραφές. Κατά συνέπεια, η αναφορά του Λουκά σε μια παρόμοια απογραφή δεν πρέπει να δημιουργεί προβλήματα.
Η αναφορά, όμως, στη συγκεκριμένη αυτή απογραφή του Κυρηνίου, δημιουργεί δυσκολίες από πλευράς χρονολόγησης των γεγονότων της Καινής Διαθήκης, καθώς την εποχή στην οποία αναφέρεται η απογραφή του Ιωσήφ και της Μαρίας, στην ηγεμονία της Συρίας βρισκόταν ο Σέντιος Σατουρνίνος και όχι ο Κυρήνιος.
Μέσα από μελέτη των πηγών, προκύπτει ότι η πρώτη ηγεμονία του Κυρηνίου, αν υπήρξε, τοποθετείται μεταξύ των ετών 12-8 π.Χ. Η πρώτη λύση που δόθηκε στο πρόβλημα της χρονολόγησης ήταν να υποτεθεί πως ο Κυρήνιος εκτέλεσε την απογραφή προς το τέλος της θητείας του (8 π.Χ.), όπως διέταξε ο Αύγουστος Οκταβιανός.
Η απογραφή αυτή επειδή ήταν η «πρώτη» που γινόταν στους Ιουδαίους διήρκεσε πολύ χρόνο και την έφερε εις πέρας, σύμφωνα και με τον Τερτυλλιανό, ο διάδοχος του στην ηγεμονία της Συρίας, ο Σέντιος Σατουρνίνος.
Έτσι, οι μεν Ρωμαίοι ανέφεραν στα ρωμαϊκά έγγραφα το όνομα εκείνου που ολοκλήρωσε την απογραφή, του Σέντιου Σατουρνίνου, οι δε Ιουδαίοι, από τους οποίους άντλησε την πληροφορία ο Ευαγγελιστής Λουκάς, κράτησαν στη μνήμη τους το όνομα αυτού που την άρχισε και ο οποίος αργότερα, το 6-7 μ.Χ., διενήργησε και την άλλη απογραφή.
Συνεπώς, αφού ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει «απογραφή πρώτη εγένετο», εννοείται ότι γνώριζε τη δεύτερη απογραφή του 6-7 μ.Χ. και χρησιμοποίησε το επίθετο «πρώτη» σε αντιδιαστολή προς τη δεύτερη απογραφή. Η απογραφή, επομένως, που αναφέρει ο Λουκάς πρέπει να αποφασίσθηκε την περίοδο 12 π.Χ. έως 8 π.Χ. και να συνδέθηκε με το όνομα του Κυρήνιου αντί του Σατουρνίνου.
Η δεύτερη λύση, που προτείνεται, είναι εκείνη η οποία δέχεται μεν επί Κυρηνίου την αρχή της απογραφής περί το 9 π.Χ., η πρακτική ολοκλήρωση της όμως, ιδιαίτερα στις περιοχές της Συρίας, Παλαιστίνης κ.λπ., πραγματοποιήθηκε από το διάδοχο του, Σατουρνίνο, έξαρχο της Συρίας από το 8-6 π.Χ. Αλλά η απογραφή συνέχιζε να ονομάζεται «απογραφή Κυρηνίου» εξαιτίας σχετικού διατάγματος, και προς την οποία είναι σύμφωνο το σχετικό κείμενο του Λουκά.
Ως τρίτη λύση έχει προταθεί η συνύπαρξη δύο έξαρχων σε κάποια περιοχή, σύμφωνα με πρακτική της εποχής εκείνης, ιδιαίτερα κατά την περίοδο διαδοχής, για ενημέρωση και ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας.
Μπορεί έτσι να υποτεθεί ότι κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ των ετών 8-6 π.Χ., κατά το σύστημα της συνδιοίκησης υπάρχουν στην εξαρχία της Συρίας δύο αξιωματούχοι, ο Κυρήνιος και ο Σατουρνίνος, εκδοχή που προσφέρει μία ακόμη λύση στο πρόβλημα της απογραφής.
Το χαρμόσυνο γεγονός της γέννησης του Χριστού, κατά τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, κλείνει με το θλιβερό συμβάν της σφαγής των νηπίων «υπό του Ηρώδου αναιρεθέντα», τα οποία σύμφωνα με το εορτολογικό Συναξάρι της Ορθόδοξης Εκκλησίας ανέρχονται σε 14.000 αν και στα ιερά κείμενα δεν υπάρχει καμιά αναφορά αριθμητικής φύσης.
Από πλευράς καθαρά ιστορικής ακρίβειας, τα γεωγραφικά και πληθυσμιακά δεδομένα της εποχής εκείνης οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στη Βηθλεέμ και τα περίχωρα της θα ζούσαν τότε περίπου 1.000 κάτοικοι κι επομένως τα άρρενα νήπια «διετούς και κατωτέρω» δεν θα ξεπερνούσαν τα 30 με 40, ίσως και λιγότερα.
Επειδή δε μια τέτοια σφαγή αριθμητικά θα αποτελούσε μια τεράστια γενοκτονία, γεγονός που δεν το αναφέρει κανένας ιστορικός ούτε ο Ιώσηπος, λογικό είναι πολλοί ερευνητές να θεωρούν τον αριθμό των νηπίων που αναφέρει ο Συναξαριστής ως αναξιόπιστο, φανταστικό και εμβόλιμο κατά του Ηρώδη.
Η αναφορά ωστόσο, από τον ευαγγελιστή Ματθαίο στο γεγονός της σφαγής, γίνεται για να τονισθεί η εκπλήρωση της προφητείας του Ιερεμία «Τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ ᾽Ιερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος, Φωνὴ ἐν ῾Ραμᾶ ἠκούσθη, κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· ῾Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελεν παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν.»
Ο υπολογισμός εξάλλου των σφαγιασθέντων νηπίων σε μερικές δεκάδες, εξηγεί την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στους ιστορικούς της εποχής, δικαιολογεί όμως τον «κλαυθμό και οδυρμό» της μικρής κοινωνίας της περιοχής.
Εκ των τεσσάρων Ευαγγελιστών μόνο ο Λουκάς και ο Ματθαίος αρχίζουν τις αφηγήσεις τους από τη Γέννηση του Ιησού. Οι δύο αυτές περιγραφές φέρονται α συμπληρώνουν η μία την άλλη. Ενώ πληρέστερη φέρεται του Λουκά.
Από τον συνδυασμό των παραπάνω και άλλων πηγών, το ιστορικό έχει ως εξής:
Επί Ρωμαίου Αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου και Ηγεμόνα Κυρήνιου της Συρίας , διατάχθηκε απογραφή πληθυσμού σε όλη την Αυτοκρατορία. (Λουκάς Β’ 1-3). Άγγελος Κυρίου επισκέφθηκε τον Ιωσήφ και τον ενημέρωσε για την Θεία Γέννηση του Θεανθρώπου εκ της Παρθένου Μαρίας (Ματθαίος Α’ 20).
Τότε ο Ιωσήφ παρέλαβε την Μαρία και από την Ναζαρέτ ήλθαν στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας που Βασιλεύς της περιοχής ήταν ο Ηρώδης ο Μέγας όπου και γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός (Ματθ. Β’ 1, – Λουκ. Β’ 4-7). Άγγελος Κυρίου εμφανίζεται σε ποιμένες αγγέλλοντας το χαρμόσυνο γεγονός ενώ πλήθος αγγέλων ψάλλουν «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. Β’ 8-14).
Ενώ συμβαίνουν αυτά, άστρο φωτεινό (έχει προταθεί ως εξήγηση ο Κομήτης του Χάλεϋ) εξ Ανατολής οδηγεί τρεις Μάγους προς τα Ιεροσόλυμα, που, μετά τη συνάντηση με τον Βασιλέα Ηρώδη, συνεχίζουν και φθάνουν στη Βηθλεέμ όπου μαζί με τους βοσκούς προσκυνούν τον Θεάνθρωπο προσφέροντας Χρυσόν Λίβανο και Σμύρνα. (Ματθ. Β’ 2-12).
Η Γέννηση του Θεανθρώπου συγκίνησε και ενέπνευσε βαθιά και την Ελληνική Λογοτεχνία.
Κορυφαίοι Έλληνες λογοτέχνες και ποιητές δημιούργησαν πολύ σημαντικά έργα.
Δύο μικρά δείγματα μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω:
ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ – “ΞΗΜΕΡΩΝΑΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ”
Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Οι εκκλησιές σημαίνουν,
κουνιούνται τα καμπαναριά, κι οι φωνές που βγαίνουν
απ’ το βαθύ και δίπλα το κάθε καμπάνας στόμα,
μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σαν απ’ το ουράνιο δώμα.
Χιλιάδες τα Χριστούγεννα τα τραγουδούν οι άγγελοι,
και κάθε αχτίδα από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλλει,
μοιάζει αγγελική ματιά. Θρησκεία! Γλυκιά μάνα,
τι όμορφη δίνεις εσύ λαλιά και στην καμπάνα,
και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας!
Πόσες εκείνος ο σταυρός απ’ τα καμπαναριά μας
στην αντιλιάδα χύνοντας, τόσες χρυσές αχτίδες,
χύνει βαθιά μας στην ψυχή, γλυκές χρυσές ελπίδες!
Κ’ οι δυο εκείνες χαραυγές που οι άγγελοι κατεβαίνουν
μες’ απ’ τον ουρανό ψηλά κι έρχονται και σημαίνουν
Χριστούγεννα κι ανάσταση, ω! τι μυστήριο χύνουν.
Τι χαραυγούλες είναι αυτές, πόση ζωή μας δίνουν!
Λάμπουνε τ’ ασυγνέφιαστατα ουράνια Σα ζαφείρια,
Σαν μάτια π’ αγρυπνήσανε φέγγουν τα παραθύρια.
Χαρούμενες και σιγανές μιλιές σμίγονται γύρα,
και από κάθε θύραπου ανοίγεται,
βγάνουν μορφές γελούμενες, λουσμένες,
γλυκές , καλοντυμένες.
Κρατούν στα χέρια τους κεριά λαμπάδες .Στη ματιά τους
λάμπ’ η χαρά που νιώθουνε βαθιά μες στις καρδιά τους.
Ξημέρωσαν Χριστούγεννα! Θύρες ολούθε ανοίγουν
κι ολούθε τώρα οι Χριστιανοί στις εκκλησιές μας σμίγουν.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ – “ΝΥΧΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ”
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους
τα άδολα βόδια.
Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ’ της ψυχής τ’ απόβαθα
Χριστός γεννιέται!
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες
στη γη σταλμένες.
Κι ακούοντας τα Ωσαννά απ΄ αγγέλων στόματα
στον σκόρπιο αέρα
τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα
με την φλογέρα.
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
ποιος δεν το ξέρει
των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει το αστέρι.
Κι όποιος το βρει μες στ΄ άλλα αστέρια ανάμεσα
και δεν το χάσει,
σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το
μπορεί να φτάσει.