ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΤΟ 2013!
ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ
ΝΑ ΜΑΧΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ
ΜΕΓΑΦΟΥΣΚΑ, ΑΛΑ «ΓΟΥΟΛ ΣΤΡΙΤ»,
ΚΑΙ ΣΤΟ 18ο ΑΙΩΝΑ…
Γκρέμισε τον Λουδοβίκο.
Έφερε τη Γαλλική Επανάσταση.
«Ένας δαιμόνιος Σκωτσέζος στο Παρίσι τίναξε τη γαλλική μπάνκα.
Φτώχεια, αρρώστια, πείνα. Η εποχή των «Άθλιων» του Βίκτωρα Ουγκώ. Όλοι οι Γάλλοι στους δρόμους για ψωμί.
Ήταν τότε που η Μαρία Αντουανέτα είπε την πασίγνωστη φράση της:
«Μα γιατί δεν τρώνε παντεσπάνι;».»
Ο John Law, γεννήθηκε το 1671 στο Εδιμβούργο. Ήταν γιος επιτυχημένου χρυσοχόου και τραπεζίτη και από μικρή ηλικία εισήλθε στην οικογενειακή επιχείρηση και μελέτησε την τραπεζική. Ωστόσο μετά το θάνατο του πατέρα του, τα παράτησε και μετακινήθηκε στο Λονδίνο.
Ο Law ήταν ανήσυχο πνεύμα και τα οικονομικά του προκαλούσαν τεράστιο ενδιαφέρον. Τίποτα όμως δεν τον έλκυε περισσότερο από την περιπέτεια και τον τζόγο.
Τα μπλεξίματα του ξεκίνησαν νωρίς, όταν σε μια μονομαχία τον Απρίλιο του 1694, σκότωσε τον Edward Wilson.
Ο τελευταίος τον είχε προκαλέσει για τα μάτια της Elizabeth Villiers, επίσημης ερωμένης του Βασιλιά William III και κυρίας επί των τιμών της συζύγου του Βασίλισσας Mary II. Ενδέχεται, η αιτία της διαμάχης να μην ήταν μόνο η ερωτική αντιζηλία, αλλά και η βαθύτερη αντιπάθεια των δύο αντρών, που ίσως να αφορούσε οικονομικές διαφορές.
Ο Law καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας. Η ποινή του μετατράπηκε σε πρόστιμο και φυλάκιση, όμως ο Law δραπέτευσε και κατέφυγε στο Αμστερνταμ.
Το Άμστερνταμ ήταν το ιδανικότερο μέρος που θα μπορούσε να επιλέξει. Ήταν η πόλη που μπόρεσε να χωρέσει τις ανησυχίες του
Στο τέλος του 17ου αιώνα το Άμστερνταμ ήταν η πρωτεύουσα της χρηματοοικονομικής καινοτομίας. Εκεί είδε την πρώτη, ουσιαστικά κεντρική τράπεζα του κόσμου. Η Wisselbank ή αλλιώς Amsterdam Exchange Bank είχε λύσει το πρόβλημα των Ηνωμένων Επαρχιών με τα δεκατέσσερα διαφορετικά νομίσματα. Οι έμποροι μπορούσαν πλέον να συναλλάσονται σε ένα τυποποιημένο νόμισμα, απλώς με χρεοπίστωση του λογαριασμού τους. Αν σήμερα αυτό φαίνεται μια απλή τραπεζική διαδικασία, για την εποχή εκείνη, αποτελούσε επαναστατική καινοτομία.. Παράλληλα οι Ολλανδοί είχαν αναπτύξει την αγορά κρατικών χρεογράφων. Για να χρηματοδοτήσουν τον πόλεμο της ανεξαρτησίας τους από τους Ισπανούς, είχαν εκδώσει ομόλογα και λαχειοφόρα δάνεια. Το χρήμα που έρεε στις ολλανδικές επαρχίες ήταν άφθονο. Εκείνο που του προκάλεσε τη μεγαλύτερη εντύπωση και άρχιζε να σχηματίζει στο μυαλό του την οικονομική θεωρία του ήταν η ανακάλυψη της μετοχικής εταιρίας.
Η Ολλανδική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (VOC), ήταν μια πολυεθνική εταιρεία που συστήθηκε για να εμπορευτεί μονοπωλιακά μπαχαρικά, ένα εμπόριο που διεξαγόταν για αιώνες με την Ανατολή. Το πέρασμα προς τις Ινδίες μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδος δημιούργησε επικερδείς προοπτικές. Η άνοδος και η επιτυχία της εταιρείας επιτεύχθηκε με τη διάθεση τεράστων κεφαλαίων για την εποχή, αλλά και με την δύναμη των όπλων.
Η συγκέντρωση κεφαλαίων, μέσω της έμπνευσης της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, ήταν ο ενδεδειγμένος τρόπος για να επιτευχθεί μια τέτοιας κλίμακας ανάπτυξη. Τα όπλα επιστρατεύθηκαν για να επικρατήσουν οι Ολλανδοί έναντι των ανταγωνιστών τους Αγγλων, Ισπανών και Πορτογάλων. Σύμφωνα με τη διακήρυξη του γενικού κυβερνήτη Jan Cohen «δεν γίνεται πόλεμος χωρίς εμπόριο, ούτε εμπόριο χωρίς πόλεμο». Στην μεγέθυνση της εταιρίας, συνέβαλλε το χρηματιστήριο του Άμστερνταμ. Μια οργανωμένη αγορά όπου συνωστίζονταν και εκείνοι που πόνταραν στην άνοδο της εταιρίας και εκείνοι που πόνταραν στην πτώση της
Η Wisselbank συνέβαλλε επίσης στην ανάπτυξη, καθώς δεχόταν ως ενέχυρο μετοχές της εταιρίας για να συνάψει δάνεια, ενώ αργότερα το ενέχυρο λειτουργούσε για την αγορά μετοχών. Σε αυτή της γη της επαγγελίας, ο Law εμπνεύστηκε το δικό του μονεταριστικό μοντέλο. Η συνέχεια προμηνυόταν συναρπαστική
Η κεντρική ιδέα που θα συμπλήρωνε την καινοτομία της ολλανδικής τράπεζας, ήταν η έκδοση χαρτονομίσματος.
Στη θεωρία του Law, η αξιοπιστία είναι αυτή που μετράει και όχι η αξία του χρήματος.
Συνεπώς η μεταρρύθμιση του απαρχαιωμένου νομισματικού συστήματος, θα έδινε ώθηση στην Οικονομία.
Η χώρα που τελικά φιλοξένησε τις ιδέες του John Law ήταν η Γαλλία. Τα οικονομικά του βασιλείου ήταν σε άθλια κατάσταση, μετά τους συνεχείς πολέμους που είχαν διεξαχθεί από τον Λουδοβίκο 14ο και ετοιμαζόταν να κηρύξει την τρίτη στάση πληρωμών σε λιγότερο από εκατό χρόνια.
Η απολυταρχική Γαλλία αποτελούσε για τον Law το τέλειο καθεστώς για να εφαρμόσει το σχέδιο του. Μετά την αρχική άρνηση για δημιουργία δημόσιας τράπεζας που θα εξέδιδε τραπεζογραμμάτια, συλλέγοντας παράλληλα όλα τα φορολογικά έσοδα, μια δεύτερη κρούση αποδείχτηκε πιο πετυχημένη.
Ο Law προσέγγισε τον Αντιβασιλέα, Δούκα της Ορλεάνης, που ασκούσε τη διακυβέρνηση, στη θέση του ανήλικου Λουδοβίκου 15ου. Του πρότεινε την ίδρυση μιας ιδιωτικής τράπεζας που θα εξέδιδε τραπεζογραμμάτια σε ανταλλαγή χρυσού και αργύρου.
Το Μάιο του 1716 ιδρύθηκε η Banque Generale υπό τη διεύθυνση του Law. Το αρχικό κεφάλαιο ορίστηκε σε έξι εκατομύρια λίβρες και αδειοδοτήθηκε για εικοσαετή περίοδο. Μετά από δύο χρόνια, με βασιλικό διάταγμα, τα τραπεζογραμμάτια της Banque Generale θα χρησιμοποιούντο για την πληρωμή των φόρων.
Η φιλοδοξία του σχεδίου στηριζόταν στην απόλυτη δομή συγκεντρωτισμού και ελέγχου. Όλα τα κεφάλαια που θα συλλέγονταν επό την έκδοση τραπεζογραμματίων, φορολογίας και κερδών, θα επανεπενδύονταν. Μαζί με τα κέρδη από την μονοπωλιακή εταιρία που είχε στο μυαλό του, θα πετύχαινε μείωση του βασιλικού χρέους. Στην απολυταρχική οικονομική του θεωρία, ένας απόλυτος ηγεμόνας, μια τράπεζα, ένα μονοπώλιο, ένα έθνος θα λειτουργούσαν σαν μια ολότητα.
Το όραμα του περιελάμβανε και επέκταση της αυτοκρατορικής ισχύος με την αξιοποίηση της περιοχής της Λουιζιάνα, αποικίας των Γάλλων στην Αμερική που η έκταση της υπολογίζεται στο ένα τέταρτο των σημερινών ΗΠΑ.
Η περιοχή ήταν αναξιοποίητη. Ο Law στα πρότυπα της Ολλανδικής εταιρίας, ίδρυσε το 1717 την Mississippi Company (MC) με κεφάλαιο 100 εκατομύρια λίβρες και το προνόμιο του μονοπωλιακού εμπορίου της Λουιζιάνα. Εκδόθηκαν μετοχές σε τιμή500 λίβρεςη μία και ενθαρρύνθηκαν ντόπιοι και ξένοι να συμμετάσχουν.
Η αγορά μετοχών μπορούσε να γίνει με δόσεις, κάνοντας χρήση και των υποτιμημένων κρατικών γραμματίων που είχαν εκδοθεί από την εποχή του Λουδοβίκου 14ου και επρόκειτο να αποσυρθούν.
Η προσέλκυση επενδυτών δεν ήταν όμως εύκολη υπόθεση. Μάλιστα στο Παρίσι είχε συσταθεί μια εταιρία που φαίνεται να είχε μεγαλύτερη επιτυχία. Τότε ο αντιβασιλέας επέβαλλε το «προνόμιο του στέμματος» προς όφελος της εταιρίας του Law. Δηλαδή, τη συλλογή της προσόδου από την πώληση καπνού, τη βασιλική σφραγίδα, την απαλλαγή των τραπεζογραμματίων της τράπεζας από τις περιοδικές υποτιμήσεις που υπόκεινται τα ασημένια νομίσματα. Επίσης η τράπεζα που είχε πλέον μετονομαστεί σε Banque Royale, εξασφάλισε για εννέα έτη τα κέρδη του βασιλικού νομισματοκοπείου. Ακόμη ανέλαβε τη μίσθωση των έμμεσων και αργότερα των άμεσων φόρων .
Το Σεπτέμβριο του 1718, η εταιρία δάνεισε 1,2 δις λίβρες στο κράτος για την αποπληρωμή όλου του βασιλικού χρέους. Όλα είχαν γίνει σύμφωνα με το σχέδιο του σκωτσέζου οικονομολόγου και το σύστημα φαινόταν να λειτουργεί τέλεια.
Ο John Law ένοιωθε υπερήφανος για τα επιτεύματα του. Είχε καταφέρει να αναζωογονήσει τη γαλλική οικονομία και να την βγάλει από την ύφεση. Η πρακτική του δεν διαφέρει από την ποσοτική χαλάρωση και τις μεθόδους που ακολούθησαν όλες οι κεντρικές τράπεζες μετά την πρόσφατη κρίση. Παράλληλα είχε καταφέρει να αναμορφώσει τα οικονομικά ενός κράτους με σύγχρονες και αποτελεσματικές καινοτομίες.
Όμως ο Law δεν ήξερε που να σταματήσει.
Είχε συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες επάνω του και αποφάσισε να κάνει το επόμενο βήμα. Καταρχήν απορρόφησε όλες τις υπόλοιπες εταιρείες από τις αποικίες της Γαλλίας. Η χρηματοδότηση προήλθε από την έκδοση νέων μετοχών της MC. Η τιμή ορίστηκε στις550 λίβρες και αφορούσε 50.000 νέες μετοχές. Μάλιστα ανέλαβε ο ίδιος την αναδοχή. Για να μην κατηγορηθεί ότι επωφελείται από την τιμή, όρισε τους παλαιούς μετόχους ως αποκλειστικούς δικαιούχους της νέας έκδοσης. Μετά από λίγο καιρό εξέδωσε άλλες 50.000 με τιμή1.000 λίβρες.
Θεωρητικά οι νέες εκδόσεις θα έπρεπε να γίνουν σε χαμηλότερες τιμές. Ο Law αιτιολόγησε την πληθωρισμένη τιμή, με την προοπτική των μελλοντικών εσόδων της εταιρείας. Όλα αυτά συμβαίνουν το καλοκαίρι του 1719. Για να διευκολύνει την αγορά των νέων εκδόσεων, η Banque Royale χορηγούσε δάνεια με εγγύηση τις παλιές μετοχές. Οι εξελίξεις πλέον έτρεχαν ταχύτατα. Ο κόσμος άρχιζε να αγοράζει σαν τρελός τις μετοχές. Ο Law ανταποκρινόμενος στη ζήτηση εξέδιδε ολοένα και νέα πακέτα.
Μέχρι το Δεκέμβριο του 1719 η τιμή της μετοχής έφτασε να διαπραγματεύεται σε τιμή10.025 λίβρες. Μεγάλο μέρος της επιτυχίας του σκωτσέζου, οφειλόταν στο γεγονός ότι είχε καταφέρει να δελεάσει την τάξη των ευγενών. Με άφθονα μετρητά, εξαιτίας της πληθωριστικής πολιτικής του, εξαργύρωναν πρόωρα τις συντάξεις τους για να συμμετάσχουν στη φούσκα που είχε δημιουργήσει.
Το θέαμα από μαρτυρίες της εποχής, αναφέρει πρίγκιπες και πριγκίπισες, δούκες και κόμισες να συνωστίζονται στο δρόμο που η εταίρεια διατηρούσε γραφεία. Πουλάγαν επαύλεις και κτήματα, έβαζαν ενέχυρο κοσμήματα για να αγοράσουν μετοχές της Mississippi
Ο Law βρισκόταν πλέον να κατέχει τεράστια κινητή και ακίνητη περιουσία, ενώ διεύθυνε μια ολόκληρη αυτοκρατορία. Ασπάστηκε τον καθολικισμό, για να έχει δικαίωμα να λάβει δημόσια αξιώματα.
Η πραγματικότητα ήταν, όμως, διαφορετική. Η εταιρεία δεν παρουσίαζε κέρδη και πολύ λίγα είχαν γίνει για να ευδοκιμήσει το εμπόριο με την αποικία. Όλα στηρίζονταν στις μεγάλες προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει ο Law και στον «αέρα» που διοχέτευε στο σύστημα.
Μετά την κορύφωση της το Δεκέμβριο του 1719 η μετοχή άρχιζε να πέφτει. Για να συγκρατήσει την πτώση, η Banque Royale εγγυήθηκε την αγορά και πώληση μετοχών στην τιμή των9.000 λιβρών. Σε μια ακόμα προσπάθεια υπερσυγκέντρωσης το Φεβρουάριο του 1720, η εταιρία εξαγόρασε την Banque Royale.
Στο μεταξύ ο πληθωρισμός είχε αυξηθεί δραματικά. Μέσα σε μόλις δύο χρόνια οι τιμές είχαν διπλασιαστεί. Αυτό οφειλόταν από την αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος που είχε προκαλέσει η νομισματική πολιτική του Law. Υπολογιζόταν ότι το Μαιο του 1720 η κυκλοφορία ήταν τέσσερις φορές μεγαλύτερη από τα επίπεδα που χρησιμοποιούσε η Γαλλία στο παρελθόν με τα μεταλλικά νομίσματα.
Η πεποίθηση πως επίκειται υποτίμηση των τραπεζογραμματίων, ώθησε πολλούς να τα ανταλλάξουν με χρυσά και ασημένια νομίσματα. Η ανταπόκριση του Law ήταν άμεση. Απαγορεύτηκε η εξαγωγή πολύτιμων μετάλλων καθώς και η αγοραπωλησία τους. Ορίστηκε πλαφόν500 λίβρεςμεταλλικών νομισμάτων για κάθε ιδιώτη, ενώ δόθηκε εντολή στις αρχές για έρευνες κατ’οίκον. Παράλληλα χειραγωγούσε μανιωδώς την ισοτιμία των τραπεζογραματίων με το χρυσό και το ασήμι, σε όφελος των πρώτων.
Τα γεγονότα μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαίου 1720 καταδεικνύουν πως σταδιακά χανόταν ο έλεγχος στο σαθρό σύστημα. Με τεχνάσματα ο Law προσπαθούσε να συγκρατήσει το ανεξέλεγκτο αερόστατο που είχε φουσκώσει. Αρχικά όρισε ταβάνι στα χαρτονομίσματα σε κυκλοφορία, το οποίο απέσυρε αργότερα. Απέσυρε την προσφορά αγοράς και πώλησης της μετοχής στην τιμή των9.000 λιβρών, καθώς διαπίστωσε ότι όλοι επιθυμούσαν να φορτώσουν τις μετοχές τους στην εταιρία.
Η μετοχή της Mississippi συνέχιζε να κατηφορίζει. Με συνεχή διατάγματα, τα μέτρα που ανακοινώνονταν, αργότερα αποσύρονταν. Επανήλθε η τιμή αγοράς στις9.000 λίβρες. Τότε ο Law ζήτησε από τον αντιβασιλέα να εκδώσει νέο διάταγμα, όπου η τιμή της μετοχής θα μειωνόταν σταδιακά σε μηνιαία βάση. Επίσης ζήτησε να μειωθεί η κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων στο μισό. Ταυτόχρονα υποτίμησε, σε αντίθεση με προηγούμενη διαβεβαίωση του, την αξία των τραπεζογραμματίων.
Το χάος και οι ταραχές που ακολούθησαν ήταν άνευ προηγουμένου. Οι περιγραφές θυμίζουν σκηνές από τα μυθιστορήματα του Β. Ουγκώ. Ο Law παύτηκε από τα καθήκοντα του και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Για δεύτερη φορά στη ζωή του αντιμετώπιζε τη φυλάκιση και, ίσως, το θάνατο.
Η επιτροπή που διερεύνησε τις συναλλαγές και τις διαδικασίες της Banque Royale, διαπίστωσε πολλές παραβάσεις και απεφάνθη ότι υπάρχουν στοιχεία για να στηριχθεί κατηγορία. Όπως ήταν επόμενο, η Banque Royale έκλεισε τις πόρτες της..
Στις αρχές του καλοκαιριού ανακλήθηκε η διαθεσιμότητα και ο Law τοποθετήθηκε στη Δ/νση Γενικού Εμπορίου, με το σκεπτικό ότι ήταν ο καταλληλότερος που μπορούσε να διασώσει την κατάσταση. Άλλωστε το σύστημα ήταν δικό του δημιούργημα. Δεν ήταν όμως πλέον δυνατόν να αντιστραφεί το ρεύμα. Η αξιοπιστία είχε χαθεί και κυριαρχούσε ο πανικός. Όταν το Δεκέμβριο του 1720 η μετοχή της Mississippi έφτασε τις1.000 λίβρες, κάτω από την κατακραυγή του πλήθους και την πίεση του τύπου, ο John Law έφυγε από τη χώρα.
Η οικονομική καταστροφή του έθνους ήταν ολοκληρωτική. Το όνειρο είχε μετατραπεί σε εφιάλτη.
Η απληστία κέρδισε τη διάνοια
Ο John Law έχασε την ευκαιρία να μνημονεύεται ως ο άνθρωπος που άλλαξε τη μοίρα ενός έθνους. Αντιθέτως, το έσπρωξε στο χείλος της αβύσσου.
Η χώρα επέστρεψε στο παλιό σύστημα και οι επιπτώσεις ήταν ορατές για πολλές γενεές. Μακριά από τις εξελίξεις της εποχής η Γαλλία έχασε την ευκαιρία να μετασχηματίσει την οικονομία της και να αναμορφώσει το παλαιό καθεστώς.
Οι δραματικές εξελίξεις που ακολούθησαν το σκάσιμο της φούσκας, οδήγησαν εμμέσως στη Γαλλική Επανάσταση του 1789.
Το κραχ της τουλίπας…
Οι Γάλλοι δεν είχαν πάρει κανένα μάθημα από το πάθημα των Ολλανδών έναν αιώνα νωρίτερα, όταν η τιμή του βολβού της τουλίπας ανέβηκε στα ύψη, για να καταρρεύσει παρασύροντας μαζί της πολλές περιουσίες. Οι τουλίπες εισήχθησαν στην Ευρώπη από την Τουρκία γύρω στο 1550 και σύντομα αναδείχθηκαν σε δημοφιλές, αν και ακριβό, λουλούδι. Η ζήτηση για τουλίπες διαφόρων χρωμάτων ξεπέρασε την προσφορά και οι τιμές των βολβών σπάνιων ποικιλιών εκτινάχθηκαν στα ύψη.
Ως το 1610 ένας και μοναδικός βολβός κάποιας νέας ποικιλίας τουλίπας (υπάρχουν 160 ποικιλίες) ήταν αρκετός για να προικίσει μια νύφη. Βολβοί λέγεται ότι ανταλλάχθηκαν με άμαξες, ακόμη και με μια ολόκληρη ανθηρή ζυθοποιία. Η μανία κορυφώθηκε στην Ολλανδία το διάστημα 1633-1637. Ως τότε το χρηματιστήριο του Αμστερνταμ, που είχε ιδρυθεί στις αρχές του αιώνα και ήταν το πρώτο στην Ευρώπη, συγκέντρωνε σοβαρούς επενδυτές. Δεν άργησε όμως να γίνει ο χώρος στον οποίο σημειώθηκε η πρώτη μεγάλη έκρηξη κερδοσκοπίας στην ιστορία. Πριν από το 1633 το εμπόριο τουλίπας ήταν ένας τομέας για καλλιεργητές και ειδικούς, αλλά η σταθερή αύξηση των τιμών των βολβών παρακίνησε πολλές οικογένειες της μεσαίας και της εργατικής τάξης να κερδοσκοπήσουν στην αγορά αυτή.
Σπίτια, κτήματα και επιχειρήσεις πουλήθηκαν ή υποθηκεύτηκαν προκειμένου οι ιδιοκτήτες τους να εξοικονομήσουν χρήματα για να αγοράσουν βολβούς οι οποίοι μπορούσαν εύκολα να καλλιεργηθούν και να προσφέρουν ακόμη περισσότερους πολύτιμους βολβούς. Οι βολβοί αγοράζονταν και πωλούνταν αμέσως σε ακριβότερη τιμή, ξανά και ξανά, χωρίς καν να έχουν ξεμυτίσει από το χώμα. Το χρηματιστήριο του Αμστερνταμ δημιούργησε ειδικούς χώρους για την αγοραπωλησία τουλίπας και σύντομα το μιμήθηκαν και άλλες ολλανδικές πόλεις. Ολοι συμμετείχαν στην τουλιπομανία: καλλιτέχνες, αγρότες, ευγενείς, υπηρέτες και καπνοδοχοκαθαριστές. Το 1636 ένας βολβός τουλίπας κόστιζε ως και 4.600 φιορίνια, ενώ ένα πρόβατο μόλις 10 φιορίνια.
Το αναπόφευκτο κραχ σημειώθηκε τον Φεβρουάριο του 1637, όταν εκφράστηκαν οι πρώτες αμφιβολίες για το αν η τιμή των βολβών θα συνέχιζε να αυξάνεται. Σχεδόν εν μια νυκτί η τιμή τους κατέρρευσε, γιατί ξαφνικά όλοι ήθελαν να πουλήσουν και κανείς να αγοράσει. Πολλές ολλανδικές οικογένειες καταστράφηκαν και η οικονομία της χώρας εισήλθε σε περίοδο ύφεσης.



