ΑΧΟΡΤΑΓΟΙ, ΟΙ ΧΟΡΤΑΤΟΙ!..

Πέμπτη, 14 Ιουνίου, 2012

«Ξύπνησα έντρομη και έτρεξα μες τα χαράματα στο λιβάδι.

Έπεσα πάνω στη γη και αγκάλιασα τα άγρια ραδίκια. Για να τα σώσω!

Με πρόλαβε, η δική μας χρεοκοπία…

Η πείνα –κατοχική πείνα- όρμηξε ξαφνικά και σε εμάς, τους χορτάτους.

Μας είπαν το γλέντι των δανεικών τελείωσε.

Και να τα μνημόνια, παραμνημόνια, οι αμνημόνευτοι…

Περαστικά μας!..»

 

Χρονογράφημα της Αλίκης Αλεξίου

 

Είχα αυπνία. Τρεισήμιση ή τέσσερις το πρωί.

Tότε. Την εποχή της νόσου των πουλερικών. Θυμάστε;

Το ραδιόφωνο δίπλα μου και ειδήσεις. Ανάμεσα στις άλλες…

Στην Πομερανία ψ ό φ η σ ε μια κ ό τ α.  Ναι, αγαπητοί μου,συνάνθρωποι.

Σε ελληνικό σταθμό, τέσσερις το πρωί, είδηση : Στην Πομερανία ψόφησε μια κότα!

Επιτέλους μπήκαν τα πράγματα στη θέση τους, σκέφτηκα.

Σε λιγο, να μου το θυμάστε, θα βγει και σε έκτακτο δελτίο η είδηση.

Και το αξίζει. Κάτι δεν κάναμε καθόλου καλά.

Περιδρομιάσαμε, βαρυστομαχιάσαμε. Καταφύγαμε στην κόκα κόλα, ψευτοσυνήλθαμε.

Και μας άνοιξε κι άλλο η όρεξη.

Η σοφή ρήση της προγιαγιάς στο ασθενικό παιδάκι, φ ά ε , παιδί μου,

τ ρ ώ γ ο ν τ α ς ανοίγει η όρεξη,  έγινε  ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ των ανεπτυγμένων χωρών. Και των υπό ανάπτυξη ΄΄μωρών΄΄

Και τρώμε και ξανανοίγει η όρεξη και ξανατρώμε.

Μια μπουκιά για τον θείο που πέθανε στην κατοχή και μια μπουκιά για το παιδί που πεθαίνει στην επικηρυγμένη περιοχή, Σομαλία, Νιγηρία, Αιθιοπία.

Κάθε μέρα  γιορτή, λοιπόν. Της κρεοφάγου…

Πώς να χορτάσουμε, όμως, εμείς οι λάτρεις της άγριας ανάπτυξης, τώρα που μας άνοιξε η όρεξη.

Αρπάξαμε, ασεβείς, αναιδείς και πειναλέοι, την αγελάδα από το στάβλο,την κότα απ’ το κοτέτσι και το κατσίκι απ’ τη ραχούλα και τους αλλάξαμε τον αδόξαστο. Εκτροφεία, διαστροφεία, κόντρα στη φύση.

Κότες φάτε ό,τι σας δίνουμε, ξεχάστε τον ήλιο, το πράσινο, κι εμείς σε λίγο θα τα ΄χουμε ξεχάσει.

Γεννήστε γρήγορα, λίγη μπογιά στον κρόκο, μέσα στα όρια φυσικά

΄Ολα τα δηλητήρια, τα αφύσικα, τα παίρνουμε μέσα στα επιτρεπόμενα (από ποιον άραγε;) όρια.

Κι εσείς, αγελάδες, πάρτε κιλά γρήγορα, γιατί πεινάμε.

Λίγες ορμόνες, λίγη αντιβίωση-μέσα στα όρια- και λίγο κρεατάκι.

Δεν τρώτε κρέατα; Είστε φυτοφάγα; Από πότε αποφασίζετε εσείς τι θα φάτε;

Εμείς αποφασίσαμε τελεσίδικα. Αλλάξαμε τις γεωργο – κτηνοτροφικές συνήθειες και μεθόδους αιώνων, για να ταΐσουμε, δήθεν, τον τρίτο κόσμο.

Και ο τρίτος κόσμος; Νηστικοί πάντα, άρρωστοι πάντα, οι απόκληροι του πλανήτη φταρνίζονται κι εμείς τρέμουμε.

Χρόνια τώρα τους στέλνουμε πολέμους, για να τους σώσουμε. ..

Τους στέλνουμε την αδιαφορία μας με το γνωστό περιτύλιγμα: το ενδιαφέρον του θύτη για το θύμα.

Και τρώμε το ψωμί τους.

Τα περιττά κιλά του … πρώτου κόσμου λείπουν απ΄ το κορμάκι των παιδιών του τρίτου κόσμου.

Μας στέλνουν κι αυτοί ανταποδίδοντας ό,τι διαθέτουν.

Στρατιές απελπισμένων, ιούς, μικρόβια, aids, γρίπες των χοίρων, των πουλερικών, γρίπες για όλα τα γούστα.

Μιά κότα ψόφησε στην Πομερανία. Μιά αγελάδα τρελάθηκε στη Σκωτία.

Γιατί νομίζουμε εμείς, οι μοιραίοι κοιμώμενοι του θανατά, ότι η τύχη μας θα είναι διαφορετική από την τύχη των ζώων;

Κοιμήθηκα για λίγο και βρέθηκα κάπου, μεταξύ Σκωτίας και Πομερανίας.

 Έσκαγα  και πήγα να κουνηθώ. Αδύνατο. Ήμασταν, λέει, σε εκτροφείο – στρατώνα στριμωγμένα όλα εμείς τα ανθρωποειδή και γεννούσαμε, μόνο γεννούσαμε, άντρες και γυναίκες. Γονιμοποίηση αυτόματη, κύηση ένα μήνα και γεννούσαμε εξάδυμα. Μας τ’άρπαζαν αμέσως. Στο στράτευμα κατεπειγόντως!..

Ξύπνησα έντρομη κι έτρεξα μες τα χαράματα στο λιβάδι.

Έπεσα πάνω στη γη κι αγκάλιασα τ’άγρια ραδίκια.

Για να τα σώσω!

Με πρόλαβε, η δική μας χρεοκοπία…

Η πείνα –κατοχική πείνα- όρμηξε ξαφνικά και σε εμάς, τους χορτάτους.

Μας είπαν το γλέντι των δανεικών τελείωσε.

Και να τα μνημόνια, παραμνημόνια, οι αμνημόνευτοι…

Περαστικά μας!..»