Η ΓΚΛΙΤΣΑ ΤΟΥ ΤΣΕΛΙΓΚΑ!..

Πέμπτη, 1 Νοεμβρίου, 2012

 

Στους συνδικαλιστές που κατέληξαν εξουσιαστές

Αλλά και στους εξουσιαστές που κατέληξαν δυνάστες…

Χρονογράφημα της Αλίκης Αλεξίου

 

Πολύ ψηλά ανέβηκε o βοσκός. Ήθελε, παιδί ακόμα, να σπουδάσει, να διακριθεί στις επιστήμες και τα γράμματα. Αλλά ο πατέρας του επέμενε:

“- Βοσκός, παιδί μου, η καλύτερη δουλειά. Κάποτε θα με θυμηθείς”.

“- Πατέρα, πώς θα κουμαντάρω τα πρόβατα” ;

“- Είσαι λεβέντης και παίζεις καλά τη φλογέρα! Βγες μπροστά και θα δεις. Τι φοβάσαι; Πρόβατα είναι και θέλουν τον μπροστάρη τους. Σαλάγατα, λοιπόν”.

Πήρε το κοπάδι κι ανέβηκε στη ραχούλα. Έπαιξε και τη φλογέρα.

Ήταν μαγευτική! Χάζεψαν τα πρόβατα.

Είχαν τον άνθρωπό τους, ένιωσαν ασφάλεια. Κι αφέθηκαν στα χέρια του.

Μ’ ένα του σφύριγμα και με κανα-δυό σκυλιά, καλογυμνασμένα – είναι κι αυτά απαραίτητα – στο μαντρί τα πρόβατα πειθήνια.

Ανέμιζε τη γκλίτσα, ίδιο σκήπτρο, κι έδινε το σύνθημα: “Εξω απ’ το μαντρί, προβατάκια μου”. Νάτο το κοπάδι στη ραχούλα.

Στη μέση αυτός και γύρω υποτακτικά τα ζώα, τα ζα. Έτσι τα’ λεγε τώρα.

Σκηνή ειδύλλιο, σχεδόν… θρησκευτική εικονίτσα. Ο καλός ποιμήν.

Σιγά – σιγά ένιωσε δυνατός, ασκούσε επιρροή. Ο αρχιβοσκός τού ριχνε ματιές με νόημα. Κι αυτός το’πιασε το μήνυμα αμέσως… Χαμπάρι τα πρόβατα!

“Όχι από κει , προβατάκια μου, Λύκος στο βορρά”.

Γάβγιζαν τα σκυλιά, μαζεύονταν τα πρόβατα. Φοβισμένα. Έγνεφε ο τσέλιγκας στο βοσκό. “Όχι προς τα κει ,ζωντόβολα”- έτσι τα λεγε τώρα. “Εθνικός Δρυμός”.

“Απαγορεύεται η βοσκή”. Νηστικά τα πρόβατα, για το καλό του έθνους.

Ξεσήκωνε τα πρόβατα με τη βροντερή του φωνή. “Πάμε να βοσκήσουμε”. Πρόσχημα ήταν. Παγίδα. Έπεφτε κούρεμα με την ψιλή. Εντολές εκτελούσε.

Και τώρα δώστε μου και το γαλατάκι σας. Υπάκουα τα πρόβατα στο βοσκό, υπάκουος ο βοσκός στον τσέλιγκα. “Πιο βαθύ κούρεμα” έγνεφε το αφεντικό. Έγινε! Απαντούσε ο υποτακτικός. “Καλό, αποστραγγιστικό άρμεγμα”. Πρόσταζε. Έγινε, αφέντη!

Στο κονάκι ο βοσκός για τα προβλήματα τάχα του κοπαδιού, μπες βγες, έκανε το κονέ του. Έγινε έμπιστος, μπιστικός.

Και να τα φιλέματα και να οι αγκαλιές. Και τα ζα όλο πιο βαθιά κουρεμένα κι όλο πιο στεγνά τα μαστάρια τους. Για το καλό της πανίδας και της… πατρίδας.

Κι ήρθε η ώρα για την ανταμοιβή. Ο βοσκός στο κονάκι! Δεξί χέρι

του τσιφλικά. Αποφασίζει, συσκέπτεται, σφραγίζει.

Α, ρε, πατέρα, δίκιο που είχες! Ταγός του Έθνους ο τσοπανάκος.

Αγωνίζεται, λέει, για …το καλό των προβάτων από νέο μετερίζι.

Και τα πρόβατα, ορφανεμένα, προδομένα, βαθιά κουρεμένα, με μαστάρια στεγνά , περιμένουν τον επόμενο βοσκό.

Να ακουστεί από μακριά ένα μαγευτικό σουραύλι, που να κόβει το… μηρυκασμό.

Τα πρόβατα θα ανατριχιάζουν από συγκίνηση.

Αραιώνουν τα βελάσματα, τα κουδουνάκια σιγούν. Λες να έρχεται ο νέος βοσκός…